στο λεξικό PONS
ex·pec·ta·tion [ˌekspekˈteɪʃən] ΟΥΣ
1. expectation (act of expecting):
2. expectation (thing expected):
3. expectation (prospect):
de·fla·tion·ary [dɪˈfleɪʃənəri, αμερικ -eri] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
deflationary expectation ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
deflationary ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
expectation ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- definiteness
- definition
- definition of segments
- definitive
- definitively
- deflationary expectation
- deflationary pressure
- deflation worry
- deflator
- deflect
- deflection