στο λεξικό PONS
de·fla·tion·ary [dɪˈfleɪʃənəri, αμερικ -eri] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
deflationary ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- deflationary
-
deflationary pressure ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- deflationary pressure
- Deflationsdruck αρσ
deflationary expectation ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- deflationary expectation
-
-
- deflationary expectation
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.