στο λεξικό PONS
cor·pus·cu·lar [kɔ:ˈpʌskjələʳ, αμερικ kɔ:rˈpʌskjəlɚ] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΙΣΤΟΡΊΑ
ray1 [reɪ] ΟΥΣ
1. ray (beam):
2. ray (trace):
3. ray ΦΥΣ (radiation):
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
corpuscular ray [kɔːˈpʌskjələˌreɪ]
ray ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- corps de ballet
- corpse
- corpulence
- corpulent
- corpus
- corpuscular ray
- corpus delicti
- corpus legis
- corpus luteum
- corral
- correct