στο λεξικό PONS
equip·ment [ɪˈkwɪpmənt] ΟΥΣ no pl
1. equipment (supplies):
2. equipment ΤΕΧΝΟΛ (tools, instruments):
3. equipment τυπικ (act of equipping):
equipment ΟΥΣ
computer ΟΥΣ
-
- Arbeitsplatz αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
equipment ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Ausrüstung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.