στο λεξικό PONS
I. ter·ri·to·rial [ˌterɪˈtɔ:riəl, αμερικ -əˈ-] ΟΥΣ βρετ
II. ter·ri·to·rial [ˌterɪˈtɔ:riəl, αμερικ -əˈ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. territorial ΓΕΩΓΡ, ΠΟΛΙΤ:
2. territorial ΖΩΟΛ:
3. territorial esp αμερικ (relating to a Territory):
Ter·ri·to·rial ˈArmy ΟΥΣ βρετ
- territorial
- territorial
-
- territorial waters ουσ πλ
-
- territorial claim
-
- territorial army
-
- territorial jurisdiction [or sovereignty]
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
territorial behaviour ΟΥΣ
- territorial behaviour
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- territorial ambition
- territorial dispute
- territorial aggrandizement
- territorial aggrandizement
- territorial bird