στο λεξικό PONS
ˈFleet Street·er ΟΥΣ βρετ
fleet1 [fli:t] ΟΥΣ + ενικ/pl ρήμα
1. fleet ΝΑΥΣ (of ships):
2. fleet ΑΕΡΟ (group of planes):
fleet ΟΥΣ
-
- Mietfuhrpark αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- fleece jacket
- fleecy
- fleet
- fleet admiral
- fleeting
- Fleet Streeter
- Fleming
- Fleming valve
- Flemish
- flense
- flesh