στο λεξικό PONS
I. Aus·trian [ˈɒstriən, αμερικ ˈɑ:-] ΟΥΣ
1. Austrian (person):
2. Austrian (language):
II. Aus·trian [ˈɒstriən, αμερικ ˈɑ:-] ΕΠΊΘ
Aus·tria [ˈɒstriə, αμερικ ˈɑ:-] ΟΥΣ
Low·er ˈAustria ΟΥΣ
Aus·tralia [ɒsˈtreɪliə, αμερικ ɑ:ˈstreɪljə] ΟΥΣ
High Court of Aus·ˈtralia ΟΥΣ αυστραλ
gas·tri·tis [gæsˈtraɪtɪs, αμερικ -t̬əs] ΟΥΣ no pl ΙΑΤΡ
Aus·tral Is·lands [ˈɒ:strəl-] ΟΥΣ πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Austrian traded index ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Austrian Coinage Act ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.