Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
prosperous [βρετ ˈprɒsp(ə)rəs, αμερικ ˈprɑsp(ə)rəs] ΕΠΊΘ
- prosperous person, farm, country
-
- prosperous appearance
-
στο λεξικό PONS
prosperous ΕΠΊΘ
prosperous business, economy:
- prosperous
-
- prospère mine, personne, santé
- prosperous
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.