Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
affecter [afɛkte] ΡΉΜΑ μεταβ
1. affecter (feindre):
2. affecter (allouer):
3. affecter (nommer):
4. affecter (toucher, affliger):
στο λεξικό PONS
pondération [pɔ̃deʀasjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
1. pondération:
2. pondération ΟΙΚΟΝ:
3. pondération ΠΟΛΙΤ:
pondération [po͂deʀasjo͂] ΟΥΣ θηλ
1. pondération:
2. pondération ΟΙΚΟΝ:
3. pondération ΠΟΛΙΤ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- leukocyte
- leukotomy
- Levant
- Levantine
- levee
- level-headedness
- leveller
- levelling
- levelling-down
- levelling-off
- levelling rod