Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
στο λεξικό PONS
practitioner [prækˈtɪʃənəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ τυπικ
family [ˈfæməli] ΟΥΣ
1. family <-lies> + ενικ/πλ ρήμα (group):
2. family no πλ (relations, family members):
practitioner [præk·ˈtɪʃ· ə n·ər] ΟΥΣ τυπικ
family [ˈfæm· ə l·i] ΟΥΣ
1. family <-lies> + ενικ/πλ ρήμα (group):
2. family (relations, family members):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Family Income Supplement
- family likeness
- family man
- family name
- family-owned
- Family Practitioner Committee
- family romance
- family room
- family show
- family-size
- family-sized