Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ψαράς , ψαρής , ψαρός , ψαρόνι , μύρο , δώρο , προ , ούρο , ψώρα , άκρο , καρό , κάρο και ψάρι

ψαρ|ός <-ή, -ό> [psaˈrɔs], ψαρ|ής [psaˈrɔs] <-ιά, -ό> ΕΠΊΘ (μαλλιά)

ψαρ|άς <pl: -άδες> [psaˈras] SUBST αρσ

1. ψαράς (που ψαρεύει):

Fischer αρσ
Fischerin θηλ

2. ψαράς (ιχθυοπώλης):

Fischhändler αρσ

καρό [kaˈrɔ] SUBST ουδ αμετάβλ

άκρο [ˈakrɔ] SUBST ουδ

3. άκρο (σώματος):

ψώρα [ˈpsɔra] SUBST θηλ

1. ψώρα (ανθρώπου):

Krätze θηλ

2. ψώρα (ζώου):

Krätze θηλ
Räude θηλ

ούρο

ούρο s. ούρα

Βλέπε και: ούρα

ούρα [ˈura] SUBST ουδ πλ

Urin αρσ ενικ
Harn αρσ ενικ

μύρο [ˈmirɔ] SUBST ουδ

1. μύρο (αρωματικό έλαιο):

Parfümöl ουδ

2. μύρο ΘΡΗΣΚ:

Salböl ουδ

ψαρόνι [psaˈrɔni] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский