Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μύρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μύρο [ˈmirɔ] SUBST ουδ

1. μύρο (αρωματικό έλαιο):

μύρο
Parfümöl ουδ

2. μύρο ΘΡΗΣΚ:

άγιο μύρο
Salböl ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με μύρο

άγιο μύρο
Salböl ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский