Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψώρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψώρα [ˈpsɔra] SUBST θηλ

1. ψώρα (ανθρώπου):

ψώρα
Krätze θηλ

2. ψώρα (ζώου):

ψώρα
Krätze θηλ
ψώρα
Räude θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский