Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψωριάρης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψωριάρ|ης <-α, -ικο> [psɔˈri̯aris] ΕΠΊΘ

1. ψωριάρης (που έχει ψώρα):

ψωριάρης

2. ψωριάρης (πανάθλιος, πάμφτωχος):

ψωριάρης

3. ψωριάρης (ψωροπερήμανος):

ψωριάρης
αυτός ο ψωριάρης!

Παραδειγματικές φράσεις με ψωριάρης

αυτός ο ψωριάρης!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский