Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψωραλέος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψωραλέ|ος <-α, -ο> [psɔraˈlɛɔs] ΕΠΊΘ

1. ψωραλέος (που έχει ψώρα):

ψωραλέος

2. ψωραλέος μτφ (άθλιος):

ψωραλέος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский