Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: προσόν , πρόσω , πρόποση , πρόσωμα , προσοχή , πρόσημο , προσέχω και προσάγω

προσ|όν <-όντος> [prɔˈsɔn] SUBST ουδ

1. προσόν (ικανότητα):

Fähigkeit θηλ

2. προσόν (ταλέντο):

Gabe θηλ

3. προσόν (πλεονέκτημα):

Vorzug αρσ

πρόσω [ˈprɔsɔ] ΕΠΊΡΡ

προσ|άγω <-ήγαγα, -ήχθην, -ηγμένος> [prɔˈsaɣɔ] VERB μεταβ

1. προσάγω (αποδείξεις):

2. προσάγω (μάρτυρες):

προσέ|χω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [prɔˈsɛxɔ] VERB μεταβ, αμετάβ

πρόσωμα [ˈprɔsɔma] SUBST ουδ (μοριακή ΒΙΟΛ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский