Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρόσοδος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρόσοδος [ˈprɔsɔðɔs] SUBST θηλ

1. πρόσοδος (κέρδος):

πρόσοδος
Ertrag αρσ
ετήσια πρόσοδος
Jahresertrag αρσ
μέση πρόσοδος
πραγματική πρόσοδος

2. πρόσοδος (έσοδο):

πρόσοδος
Einnahme θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με πρόσοδος

πραγματική πρόσοδος
ετήσια πρόσοδος
μέση πρόσοδος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский