Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρόσληψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρόσληψ|η <-εις> [ˈprɔzlipsi] SUBST θηλ

1. πρόσληψη (σε εργασία):

πρόσληψη
Einstellung θηλ
προσωρινή πρόσληψη

2. πρόσληψη (ύφους):

πρόσληψη
Annahme θηλ
πρόσληψη θηλ
Anstellung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με πρόσληψη

προσωρινή πρόσληψη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский