Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσκυνητής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσκυνητής (προσκυνήτρια) [prɔsciniˈtis, prɔsciˈnitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

προσκυνητής (προσκυνήτρια)
Pilger(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский