Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσκύνημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσκύνημα [prɔsˈcinima] SUBST ουδ

1. προσκύνημα (προσκύνηση):

προσκύνημα
Anbetung θηλ

2. προσκύνημα (τόπος):

προσκύνημα
Wallfahrtsort αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский