Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσκυνώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσκυν|ώ <-άς [ή -είς], -ησα, -ημένος> [prɔsciˈnɔ] VERB μεταβ

1. προσκυνώ ΘΡΗΣΚ:

προσκυνώ

2. προσκυνώ (δείχνω υποταγή):

προσκυνώ κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με προσκυνώ

προσκυνώ κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский