Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσάγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσ|άγω <-ήγαγα, -ήχθην, -ηγμένος> [prɔˈsaɣɔ] VERB μεταβ

1. προσάγω (αποδείξεις):

προσάγω

2. προσάγω (μάρτυρες):

προσάγω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский