Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσαγόρευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσαγόρευσ|η <-εις> [prɔaˈɣɔrɛfsi] SUBST θηλ

1. προσαγόρευση (το πώς απευθύνεται κανείς σε κάποιον):

προσαγόρευση
Anrede θηλ

2. προσαγόρευση (χαιρετισμός):

προσαγόρευση
Begrüßung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский