Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρακολουθώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρακολουθ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα> [parakɔluˈθɔ] VERB μεταβ

1. παρακολουθώ (δραπέτη, τις νεότερες εξελίξεις):

παρακολουθώ

2. παρακολουθώ (ακούω με προσοχή):

παρακολουθώ κάτι/κάποιον

3. παρακολουθώ (κοιτάζω):

παρακολουθώ

4. παρακολουθώ (κρυφακούω με κοριό):

παρακολουθώ

Παραδειγματικές φράσεις με παρακολουθώ

παρακολουθώ κάποιον από απόσταση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский