Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: harmlos , hart , harzig , harzen , harsch , harren και harken

harmlos [ˈharmloːs] ΕΠΊΘ

1. harmlos (Verletzung, Krankheit):

3. harmlos (Mensch):

harsch [harʃ] ΕΠΊΘ

2. harsch τυπικ (barsch):

harzig ΕΠΊΘ

2. harzig CH s. mühsam

Βλέπε και: mühsam

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский