Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντέχω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αντέ|χω <-ξα> [anˈdɛxɔ] VERB μεταβ

1. αντέχω (το θόρυβο, τη ζέστη):

αντέχω
δεν αντέχω να
δεν τον αντέχω

II . αντέ|χω <-ξα> [anˈdɛxɔ] VERB αμετάβ

2. αντέχω (δε χαλάω):

αντέχω

Παραδειγματικές φράσεις με αντέχω

δεν αντέχω να
δεν αντέχω (άλλο) πια!
δεν τον αντέχω
δε σ' αντέχω (άλλο) πια!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский