Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλέω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλέω <έπλευσα> [ˈplɛɔ] VERB αμετάβ

1. πλέω (ταξιδεύω με πλεούμενο):

πλέω

2. πλέω (για ξύλο: δε βουλιάζω):

πλέω
πλέω στο νερό

Παραδειγματικές φράσεις με πλέω

πλέω στο νερό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский