Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πληγιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πληγιά|ζω <-σα, -σμένος> [pliˈjazɔ] VERB μεταβ

II . πληγιά|ζω <-σα, -σμένος> [pliˈjazɔ] VERB αμετάβ (σχηματίζω πληγή)

πληγιάζω

Παραδειγματικές φράσεις με πληγιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский