Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πληθαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πληθ|αίνω <-υνα> [pliˈθɛnɔ] VERB μεταβ

πληθαίνω

II . πληθ|αίνω <-υνα> [pliˈθɛnɔ] VERB αμετάβ

πληθαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский