Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παγωμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παγωμέν|ος <-η, -ο> [paɣɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. παγωμένος (που πάγωσε: υγρό):

παγωμένος
Frostboden αρσ
gefrorener Boden αρσ
eingefrorene Kredite αρσ πλ

2. παγωμένος (δρόμος, παρμπρίζ):

παγωμένος

3. παγωμένος (πολύ κρύος):

παγωμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский