Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: gewollt , gewohnt , gewölbt και bewölkt

I . gewollt [gəˈvɔlt]

gewollt part πρκ von wollen

II . gewollt [gəˈvɔlt] ΕΠΊΘ

Βλέπε και: wollen , wollen

wollen2 [ˈvɔlən] ΕΠΊΘ

II . wollen1 <will, wollte, gewollt> [ˈvɔlən] VERB βοηθ ρήμα έγκλ

gewölbt [gəˈvœlpt] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский