Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: focht , frei , fort και fob

focht [fɔxt]

focht απλ παρελθ von fechten

Βλέπε και: fechten

fechten <ficht, focht, gefochten> [ˈfɛçtən] VERB αμετάβ

fob [fɔp]

fob ΟΙΚΟΝ Abk von συντομογραφία: free on board

fob
fob
f.o.b.

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский