Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελεύθερο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελεύθερο μόριο
freies Molekül ουδ
ελεύθερο φορτίο
freie Ladung θηλ
ελεύθερο διάνυσμα
freier Vektor αρσ
ελεύθερο πεδίο
freies Feld ουδ
ελεύθερο άτομο
freies Atom ουδ
ελεύθερο σουτ
Freiwurf αρσ
ελεύθερο λιμάνι
Freihafen αρσ
ελεύθερο σκι
Freestyle ουδ
ελεύθερο ιόν
freies Ion ουδ
ελεύθερο εμπόριο
Freihandel αρσ
ελεύθερο ηλεκτρόνιο
freies Elektron ουδ
αφήνω κάποιον ελεύθερο
ελεύθερο στο μεταφορέα ΟΙΚΟΝ (Incoterm)
freier Beruf αρσ
αφήνω ελεύθερο το θυμό μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский