Γερμανικά » Ελληνικά

fallen <fällt, fiel, gefallen> [ˈfalən] VERB αμετάβ +sein

Παραδειγματικές φράσεις με fällst

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский