Ελληνικά » Γερμανικά

I . κό|βω <-ψα, -πηκα, -μμένος> [ˈkɔvɔ] VERB μεταβ

2. κόβω (σε μαγνητοταινία, φιλμ: βγάζω):

κόβω

3. κόβω (σπάζω):

κόβω

5. κόβω (στρίβω):

κόβω

6. κόβω (μισθό, επίδομα):

κόβω

7. κόβω (επαφή, σχέσεις):

κόβω

8. κόβω (λουλούδια):

κόβω

9. κόβω (ρεύμα):

κόβω

10. κόβω (δέντρο):

κόβω

11. κόβω (νομίσματα):

κόβω

12. κόβω (τράπουλα):

κόβω

13. κόβω (συνήθεια):

II . κό|βω <-ψα, -πηκα, -μμένος> [ˈkɔvɔ] VERB αμετάβ

1. κόβω (άνεμος):

κόβω

2. κόβω (βροχή, πυρετός):

κόβω

3. κόβω (γάλα):

κόβω

III . κόβομαι VERB αυτοπ ρήμα (ρεύμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский