Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: damit , Dampf και dampfen

Dampf <-(e)s, Dämpfe> [dampf, pl: ˈdɛmpfə] SUBST αρσ

2. Dampf (Qualm):

καπνός αρσ

dampfen [ˈdampfən] VERB αμετάβ (Essen)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский