Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Annuität , rannte , nannte , kannte και Rendite

Annuität <-, -en> [anuiˈtɛːt] SUBST θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Rendite <-, -n> SUBST θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

rannte [ˈrantə]

rannte απλ παρελθ von rennen

Βλέπε και: rennen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский