Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ονομάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ονομά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɔnɔˈmazɔ] VERB μεταβ

ονομάζω
ονομάζω κάποιον κάτι

II . ονομάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με ονομάζω

ονομάζω κάποιον κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский