Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „όνομα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

όνομα [ˈɔnɔma] SUBST ουδ

2. όνομα (φήμη, δόξα):

όνομα
Ruf αρσ
βγάζω/αφήνω όνομα
έχω καλό/κακό όνομα

3. όνομα ΓΛΩΣΣ:

όνομα
Nomen ουδ
κύριο όνομα
Eigenname αρσ
φραστικό όνομα
Nominalphrase θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με όνομα

όνομα ουδ γένους
όνομα ουδ χρήστη
μικρό όνομα
Vorname αρσ
Taufname αρσ
Kosename αρσ
κύριο όνομα
Eigenname αρσ
αλλάζω όνομα
χωρίς όνομα
όνομα χώρου Η/Υ
Domainname αρσ
όνομα επιχείρησης +γεν
Firmenname αρσ
φραστικό όνομα
ακούω στο όνομα Χ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский