Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ονομαστική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ονομαστική [ɔnɔmastiˈci] SUBST θηλ

ονομαστική
Nominativ αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ονομαστική

ονομαστική αξία
Nennwert αρσ
ονομαστική διάμετρος
ονομαστική μετοχή
ονομαστική τιμή
ονομαστική οπισθογράφηση
ονομαστική γιορτή
Namenstag αρσ
ονομαστική φορτωτική
ονομαστική επιταγή
ονομαστική ισχύς
πάνω/κάτω από την ονομαστική αξία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский