Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ονομαστός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ονομαστ|ός <-ή, -ό> [ɔnɔmasˈtɔs] ΕΠΊΘ

ονομαστός
είμαι ονομαστός για κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με ονομαστός

είμαι ονομαστός για κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский