Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μετοχή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μετοχή [mɛtɔˈçi] SUBST θηλ

1. μετοχή (συμμετοχή):

μετοχή σε
Teilnahme θηλ an +δοτ

2. μετοχή ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

μετοχή
Aktie θηλ
Aktientausch αρσ
Aktienrendite θηλ
αποθεματική μετοχή
Vorratsaktie θηλ
ανώνυμη μετοχή
Inhaberaktie θηλ
μετοχή επικαρπίας
Genussschein αρσ
μετοχή κεφαλαίου
Kapitalaktie θηλ
μετοχή μεταλλίου
Kux αρσ
μικρή μετοχή
Kleinaktie θηλ
ονομαστική μετοχή
Namensaktie θηλ
παλιά μετοχή
Altaktie θηλ
προνομιούχα μετοχή
Vorzugsaktie θηλ
προσωρινή μετοχή
Interimsaktie θηλ
τραπεζική μετοχή
Bankaktie θηλ
Chemieaktie θηλ
Aktienbuch ουδ
Aktienindex αρσ
Aktienpaket ουδ
είδη ουδ πλ μετοχών
Aktienarten θηλ πλ
κέρδη ουδ πλ ανά μετοχή
Gewinn αρσ ενικ pro Aktie
Aktienpaket ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με μετοχή

μετοχή θηλ επικαρπίας ΟΙΚΟΝ
ανώνυμη μετοχή
μετοχή κεφαλαίου
μετοχή μεταλλίου
Kux αρσ
μικρή μετοχή
Kleinaktie θηλ
παλιά μετοχή
Altaktie θηλ
προσωρινή μετοχή
τραπεζική μετοχή
Bankaktie θηλ
μετοχή ενεστώτα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский