Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναφέρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αναφέρ|ω <-α, -θηκα, -μένος> [anaˈfɛrɔ] VERB μεταβ

2. αναφέρω (λέω, δηλώνω, εξηγώ):

αναφέρω

3. αναφέρω (θίγω):

αναφέρω

4. αναφέρω (καταγγέλλω):

αναφέρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский