Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναφερόμενος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναφερόμεν|ος <-η, -ο> [anafɛˈrɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ (σχετικός)

αναφερόμενος
ο αναφερόμενος
αναφερόμενος στον

Παραδειγματικές φράσεις με αναφερόμενος

ο αναφερόμενος
αναφερόμενος στον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский