Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάφλεξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανάφλεξ|η <-εις> [aˈnaflɛksi] SUBST θηλ

1. ανάφλεξη (έναρξη φωτιάς):

ανάφλεξη
Entzündung θηλ
αυτογενής ανάφλεξη
ανάφλεξη με συμπίεση

Παραδειγματικές φράσεις με ανάφλεξη

αυτογενής ανάφλεξη
πρόωρη ανάφλεξη
ηλεκτρονική ανάφλεξη
ανάφλεξη με συμπίεση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский