Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναφλεκτήρας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναφλεκτήρας [anaflɛkˈtiras] SUBST αρσ

1. αναφλεκτήρας (μπουζί):

αναφλεκτήρας
Zündkerze θηλ

2. αναφλεκτήρας (βόμβας):

αναφλεκτήρας
Zünder αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский