Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναφομοίωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναφομοίωτ|ος <-η, -ο> [anafɔˈmiɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. αναφομοίωτος (σε οργανισμό):

αναφομοίωτος

2. αναφομοίωτος (στο μυαλό):

αναφομοίωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский