Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναφαίρετος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναφαίρετ|ος <-η, -ο> [anaˈfɛrɛtɔs] ΕΠΊΘ

1. αναφαίρετος (δικαιώματα):

αναφαίρετος

2. αναφαίρετος (δικαίωμα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский