Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άναυλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άναυλ|ος (-η) [ˈanavl|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) (επιβάτης)

άναυλος (-η)
Schwarzfahrer(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский