Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: tabu , taub , Laib , Weib , Leib και tief

tief [tiːf] ΕΠΊΘ

Weib <-(e)s, -er> [vaɪp] SUBST ουδ mst μειωτ

Laib <-(e)s, -e> [laɪp] SUBST αρσ

1. Laib (Brot):

2. Laib (Käse):

κεφάλι ουδ

taub [taʊp] ΕΠΊΘ

2. taub (gefühllos):

3. taub (eingeschlafene Glieder):

tabu [taˈbuː] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский